Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Χριστουγεννιάτικο Δέντρο: Η προέλευση είναι αρχαια ελληνική!

Η ιδέα για το στολισμό ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί. Στην αρχαία Ελλάδα παρόμοιο έθιμο υπήρχε, μόνο που το φυτό δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.
 
Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ., εκτός του μήλου και του αχλαδιού).

 
 
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο της αρχαιότητας αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας κατά το επόμενο και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
 
Το διάστημα 22 Σεπτεμβρίου-20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι,
 
παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν.
 
Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
 
Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , μέσω της οποίας μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψει ελαιοδένδρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που ευδοκιμούσαν σε κάθε τόπο.
 
Το Βυζαντινό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
 
 
To Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων
 
«…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής»
 
(Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων –
 
συμμετείχε με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο αποτελούταν από μισθοφόρους και διαιρείτο σε «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία». 
 
Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοί μισθοφόροι (ειδωλολάτρες Σκανδιναυοί ή Λιθουανοί).
 
Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν καθολικοί και ομόδοξοι αλλοεθνείς χριστιανοί μισθοφόροι (Δανοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ).
 
Την «Μεγάλη Εταιρεία» όμως την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί).
 
Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλόδοξοι Ιππότες της Μεσαίας Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης»
 
(το οποίο μετεξελίχθηκε στους «Βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις δυτικές Χριστιανικές χώρες από τις οποίες κατάγονταν.
 
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…».
 
Στη βόρεια Ευρώπη και στις Σκανδιναυικές χώρες δεν υπάρχουν αυτοφυή δενδρολίβανα, αλλά τα κλαδιά του έλατου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν ίσως να αποτέλεσαν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου
 
«Οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151).
 
Ομοίως και τα κάλανδα «…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
 
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι. Τζέτζης γράφων: «…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
 
 
 
 
 

Αρχαίες λέξεις που διασώζονται στην ποντιακή


Γράφει η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, φιλόλογος


Η ποντιακή διάλεκτος αποτελεί μία από τις τέσσερις διαλέκτους της νέας ελληνικής γλώσσας και είναι άμεση απόγονος της ιωνικής διαλέκτου της αρχαίας ελληνικής, καθώς Ίωνες από τη Μίλητο αποίκησαν τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ξεκινώντας από τη Σινώπη και συνεχίζοντας με τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα.

Υπολογίζεται, λοιπόν, πως η αρχαία ιωνική διάλεκτος πρωτοακούστηκε στα παράλια του Εύξεινου Πόντου το 785 π.Χ., όταν κατοικήθηκε η Σινώπη. Η ελληνική ταυτότητα, τουλάχιστον για την Τραπεζούντα, επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Ξενοφώντα στην «Κύρου Ανάβαση», όπου περιγράφει την Τραπεζούντα ως «πόλιν Ελληνίδα, οικουμένην εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικία».

Η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε το βορειοανατολικό άκρο, στο οποίο ομιλήθηκε η ελληνική γλώσσα. Και, χάρη στη γεωγραφική απόσταση του Πόντου από τη μητροπολιτική Ελλάδα, δεν επηρεάστηκε η ποντιακή από την κοινή νεοελληνική, διασώζοντας έτσι πολλούς τύπους της αρχαίας ελληνικής είτε ατόφιους είτε ελαφρά παραλλαγμένους.

Παρατηρούμε π.χ. πως αντίθετα με τη λατινική λέξη «τσεκούρι», που χρησιμοποιείται στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «αξινάριν», η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αξίνη».

Επίσης, για τη λέξη κόσα, που σημαίνει το μεγάλο δρεπάνι με το οποίο θερίζει κανείς όρθιος και είναι λέξη σλαβικής προέλευσης, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κερεντή», η οποία βγαίνει από το ρήμα «κείρω» (κουρεύω).

Η ποντιακή κρατώντας τη λέξη «μακέλιν», αντί για τη λέξη κασμάς, που χρησιμοποιούμε σήμερα, διατηρεί την αρχαία ελληνική λέξη «μακέλη», κι όχι τη λέξη «κασμάς» που είναι τουρκικής προέλευσης.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη «ρούχο». Ενώ, δηλαδή, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «λώμα», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «λώπη» (ένδυμα), η νεοελληνική χρησιμοποιεί τη σλαβική λέξη «ρούχο».

Το επονομαζόμενο «καζάνι», τουρκικής προέλευσης (καζάν), οι Πόντιοι το ονομάζουν όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, «Δίλαβον», δηλαδή αυτό με τις δύο λαβές.

Τέλος, για τη λέξη «τσουκνίδα», η οποία δεν είναι σίγουρο πώς προέκυψε ετυμολογικά στη νέα ελληνική, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κνιδέα» και «κιντέα», διατηρώντας την αρχαία ελληνική ονομασία «κνίδη».

Ανάλογες σκέψεις προκαλούν και αρκετά ρήματα που διασώθηκαν στην ποντιακή, τα οποία η νέα ελληνική δεν τα κράτησε ή τα αντικατέστησε με άλλα. Π.χ. το ρήμα «κλοτσώ» αντικατέστησε το αρχαίο «λακτίζω», ενώ στην ποντιακή υπάρχει ως «λαχτίζω».

Το «ριγώ», που παρέμεινε αυτούσιο στην ποντιακή από την αρχαία, στη νέα ελληνική αντικαταστάθηκε από το «κρυώνω».

Ακόμη, το «κρούω» διατηρήθηκε ακέραιο στην ποντιακή, ενώ στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως το «χτυπάω».

Επιπλέον, τα ρήματα «φιλέω-ω» και «πονέω-ω» στη νέα ελληνική πήραν την κατάληξη «-άω-ώ», ενώ στην ποντιακή διατηρήθηκε η αρχαία κατάληξη «-έω-ώ».

Το ρήμα «ικανέω-ώ» και «ικανέομαι-ούμαι», που δεν διατηρήθηκε στη νέα ελληνική, διατηρήθηκε στην ποντιακή και είναι το πολύ γνωστό μας «κανείται» (=φτάνει, αρκετά).

Το ίδιο συμβαίνει και με την Ευκτική Αορίστου β΄ του ρήματος «λαγχάνω», η οποία διατηρείται στην ποντιακή στο γ΄ ενικό για να εκφράζει πιθανότητα κι ευχή (π.χ. λάχ’ επορούν κι έρχουνταν), ενώ στη νέα ελληνική δεν διατηρήθηκε το ρήμα αυτό, παρά μόνο τα παράγωγά του, όπως: «λαχνός», «λαχείο», «λαχειοφόρος» κτλ.

Εκτός από πολλά ρήματα της αρχαίας ελληνικής, που διατηρήθηκαν ακέραια στην ποντιακή, υπάρχουν και αρκετά ουσιαστικά της αρχαίας που βρίσκονται εγγύτερα στην ποντιακή, απ’ ότι στη νέα ελληνική.


Για παράδειγμα, η λέξη «φέγγος» (=φως στην αρχαία και φεγγάρι στην ποντιακή), καθώς και λέξεις: «ψύχος», «στέγος», «γέλος» (γέλως στην αρχαία).

Εγγύτερα στην ποντιακή διάλεκτο είναι και οι λέξεις: «ωβόν» (αρχ. το ωόν, το αβγό) και «ωτίν» (αρχ. ο ους, του ωτός, το αυτί).


 

Η διατήρηση όλων αυτών των αρχαϊκών στοιχείων στη γλώσσα των Ποντίων διατρανώνει πως η ελληνική συνείδηση παρέμεινε ακλόνητη κι επαυξημένη στον Πόντο, παρόλες τις εχθρικές επιθέσεις και τις προσπάθειες αφομοίωσης που δέχτηκε για πολλούς αιώνες από ξένους λαούς.


 

Πέρα, όμως, κι από αυτό, φανερώνει τον πλούτο και τη δύναμη που έχουν τα ιδιώματα της ελληνικής, τα οποία, δυστυχώς, σε προηγούμενες δεκαετίες αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση και αδιαφορία, καθώς υπήρχε ο φόβος ότι οι ομιλητές τους θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες επικοινωνίας κι ένταξης στο κοινωνικό σύνολο.



 

Ήδη μία πρώτη επιστημονική και οργανωμένη προσπάθεια για τη διδασκαλία της ποντιακής διαλέκτου έχει ξεκινήσει από τον Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών και τα πρώτα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά κι ελπιδοφόρα για το μέλλον της ποντιακής.

 

Ευχόμαστε κάτι ανάλογο να γίνει και για τις άλλες διαλέκτους και τα ιδιώματα της ελληνικής, γιατί το κάθε ένα από αυτά είναι πολύτιμο και η απώλεια, έστω και ενός, καθιστά την ελληνική γλώσσα φτωχότερη.


pontos-patridamou.blogspot.com

Toronto Greek Bloggers